βιδέλο

βιδέλο
το
(λ. ιταλ.)
1. μοσχαράκι.
2. μοσχαρίσιο κρέας.
3. κατεργασμένο δέρμα μοσχαριού: Τα παπούτσια από βιδέλο είναι πραγματικά πολυτελή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βιδέλο — το 1. μοσχαράκι 2. κρέας από μοσχαράκι 3. κατεργασμένο δέρμα βιδέλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vitello «μοσχάρι»] …   Dictionary of Greek

  • βιδελάκι — το μικρό βιδέλο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”